Όταν ήρθαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης έφεραν μαζί τους τα ήθη και έθιμά τους, πολλά από τα οποία τηρούνται ακόμη και σήμερα.
«Άναμμα και πήδημα της φωτιάς»
Το έθιμο ήταν ένα καλωσόρισμα της άνοιξης που έρχεται και αποχαιρετισμός του χειμώνα που φεύγει.
Την 1η Μαρτίου, πριν την ανατολή του ήλιου, με το ξέφωτο, ο νοικοκύρης άναβε μια φωτιά στην αυλή του. Όταν μάλιστα κάποιος καθυστερούσε να την ανάψει, τότε αναλάμβανε να το κάνει κάποιος γείτονας. Τη φωτιά άναβαν με «σάλματα» (άχυρα από σιτάρι) με τα οποία ήταν φτιαγμένα τα αχυρένια στρώματα και τα μαξιλάρια που χρησιμοποιούσαν καθώς και τα «μιντέρια» (καναπέδες) τους. Αυτά, από τη χρήση τους όλο το χειμώνα, έχαναν τον όγκο τους και γέμιζαν ψύλλους και άλλα ζωύφια. Έτσι τα έκαιγαν για να φτιάξουν καινούρια και μετά οι νοικοκυρές να ασβεστώσουν τα σπίτια για το Πάσχα. Φωτιές άναβαν ακόμη στα σταυροδρόμια, στις πλατείες και οι γειτονιές έμοιαζαν σαν ένα μεγάλο πανηγύρι. Όλη η οικογένεια πηδούσε πάνω από τη φωτιά τρεις φορές για να ξορκίσουν το κακό και άλλαζαν ευχές για υγεία, λέγοντας: «Μάρτης, γδάρτης και παλουκοκαύτης», «έξω οι ψύλλοι, μέσα ο Μάρτης». Ήταν τόση η χαρά τους που διαγωνίζονταν στις γειτονιές για το ποιος θα ανάψει την πιο ψηλή φωτιά.
Από το αρχείο της εκπαιδευτικού Ξέσκα Φανουρίας