Οι Σαρακατσαναίοι ή Σαρακατσιάνοι ή Σαρακατσάνοι είναι πανάρχαιο ελληνικό φύλο, πιθανότατα δωρικής καταγωγής, όπως υποστηρίζουν πολλοί εθνογράφοι και μελετητές (Χατζημιχάλη, Φέρμορ, Χέγκ, Γρανίτσας, Γεωργακάς, Πουλιανός κ.α.). Ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι, που ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και στα χειμαδιά το χειμώνα. Κοιτίδα τους θεωρείται η Πίνδος, από όπου διασκορπίστηκαν στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα μετά το 1812 μ.Χ., λόγω των διώξεων του Αλή Πασά αλλά και για εξεύρεση βοσκοτόπων. Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι οι Σαρακατσάνοι παρουσιάζουν γενετική ομοιότητα με τους υπόλοιπους Έλληνες.
Η επικρατέστερη θεωρία για την ονομασία τους υποστηρίζει ότι αυτή προέρχεται από παραφθορά της σύνθετης λέξης Karakacan (Καρακατσάν), που τους προσέδωσαν οι Τούρκοι, αποτελούμενη από το kara (καρά) που σημαίνει «μαύρος, μαυροντυμένος» και το kacan (κατσάν) που σημαίνει «φυγάς, ανυπότακτος». Οι Σαρακατσάνοι μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης φορούσαν μαύρη ενδυμασία ως ένδειξη πένθους, ενώ έσφαζαν τα λευκά πρόβατα και κρατούσαν μόνο τα μαύρα.
Η γλώσσα είναι η ελληνική με πελασγικές, δωρικές και ομηρικές ρίζες και με το βόρειο γλωσσικό ιδίωμα. Διατήρησαν αναλλοίωτα τα αρχαιοελληνικά στοιχεία που τους χαρακτήριζαν στα ήθη, τα έθιμα, τη λαϊκή τέχνη και τον τρόπο ζωής. Διακρίνονταν σε τέσσερις κύριες ομάδες, τους Ηπειρώτες (Ήπειρος), τους Κασσανδρινούς (Μακεδονία), τους Μωραΐτες (Κ. Ελλάδα) και τους Πολίτες (Θράκη), αναλόγως κυρίως του τόπου διαμονής. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους κάποιοι αποκλείστηκαν στα Σκόπια (Σερμπιάνοι), από όπου αργότερα επαναπατρίστηκαν και στη Βουλγαρία (Βουλγαρνοί), όπου παρέμειναν διατηρώντας μέχρι σήμερα την ελληνική συνείδηση και γλώσσα.
Ο τρόπος ζωής ήταν οργανωμένος στο «Τσελιγκάτο», όπου οι συγγενείς έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού για διευκόλυνση της εργασίας, με επικεφαλής τον τσέλιγκα. Το σπίτι (κονάκι), το κατασκεύαζαν μόνοι τους και ήταν ένα καλύβι με σάλωμα, ορθού (κωνοειδές) ή πλάγιου τύπου.
Οι Σαρακατσάνοι ήταν πιστοί χριστιανοί, ενώ η οικογένεια ήταν πατριαρχική. Ο στυλοβάτης της οικογένειας ήταν η γυναίκα, που αναλάμβανε όλες τις ευθύνες. Στους γονείς υπήρχε απόλυτος σεβασμός. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά των μελών. Ο γάμος και η γέννηση των παιδιών αποτελούσαν τους κυριότερους πόλους της Σαρακατσάνικης κοινωνίας. Η γυναίκα έφτιαχνε μόνη της τις αντρικές και γυναικείες φορεσιές.
Τα τραγούδια (μοιρολόγια, της τάβλας, γαμήλια, γκουρμπανίσια κ.α.) λέγονταν χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων και ήταν αντιφωνικά. Το μόνο μουσικό όργανο ήταν η φλογέρα. Τα υπόλοιπα όργανα υιοθετήθηκαν αργότερα. Οι χοροί είναι οι κλέφτικοι (κάτσα, κ’τσάδικος, σταυρωτός), που εκφράζουν την τόλμη και τη λεβεντιά των κλεφτών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και οι κοινωνικοί (καλτσάδικος ή στα τρία, διπλός χορός) για συγκεκριμένα κοινωνικά γεγονότα, που είναι αργοί και φανερώνουν αρχοντιά και υπερηφάνεια.
Οι Σαρακατσαναίοι συνέβαλαν αποφασιστικά σε όλους τους Αγώνες του Έθνους. Στην Τουρκοκρατία κάθε οικογένεια είχε δώσει κι από έναν κλέφτη. Οι πιο γνωστοί Σαρακατσάνοι αγωνιστές των προεπαναστατικών και επαναστατικών χρόνων, ήταν ο Κατσαντώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Λιακατάς, οι Συκάδες, ο Δίπλας, ο Χασιώτης και ο Λεπενιώτης (αδέλφια του Κατσαντώνη), ο Φαρμάκης, ο Τσόγκας, ο Αραπογιάννης κ.α. Στον Μακεδονικό Αγώνα βοήθησαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα ως οδηγοί, αγγελιοφόροι, τροφοδότες, σύνδεσμοι, μεταφορείς όπλων και συμμετείχαν ως ένοπλοι σε αυτά, όπως ο οπλαρχηγός Κ. Γαρέφης κ.α. Ο Παύλος Μελάς συνεργάστηκε στενά με τους Σαρακατσάνους.